- στρουθοφάγος
- -ον, Α1. αυτός που τρώει πουλιά και, ιδίως, κρέας στρουθοκαμήλου2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Στρουθοφάγοιονομασία φυλής τής Αιθιοπίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουθοφάγοι — στρουθοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθοφάγων — στρουθοφάγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)